Ο όρος «Αναπηρία» αναφέρεται σε περιορισμούς ή δυσλειτουργίες που επηρεάζουν τη συμμετοχή ενός ατόμου στην κοινωνία.
Η αναπηρία απηχεί κοινωνικές αντιλήψεις και εκλαμβάνεται σε σχέση με τον τρόπο που η ίδια η κοινωνία βλέπει την εικόνα της. Άλλωστε, η αναπηρία ορίζεται ως η ανικανότητα να επιβεβαιώσει κανείς από μόνος του ολικά ή μερικά τις αναγκαιότητες για μια «κανονική» ατομική και κοινωνική ζωή, εξαιτίας μειωμένων σωματικών ή πνευματικών ιδιοτήτων που έχει εκ γενετής ή όχι, και για το λόγο αυτό προστατεύονται ως ιδιαίτερη ομάδα ατόμων με το κοινωνικό δικαίωμα42 που ιδρύει το άρθρο 21 παρ. 6 του ισχύοντος Συντάγματος. Η δε διάκριση σε κατηγορίες αποδίδεται είτε στην αίτια προέλευσης της αναπηρίας, όπως ανάπηροι εξαιτίας εργατικού ατυχήματος ή εξαιτίας πολέμου και ενόπλων συρράξεων, είτε στο είδος της πάθησης που μπορεί να είναι σωματική, όπως για παράδειγμα τυφλοί ή κωφάλαλοι άνθρωποι, ή ψυχική ιδιαιτερότητα, όπως οι πνευματικά καθυστερημένοι.